νεραϊδόπουλο

νεραϊδόπουλο
το
1. το παιδί της νεράιδας.
2. το πολύ όμορφο παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεραϊδόπουλο — το το παιδί τής νεράιδας, νεραϊδόπαίδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + υποκορ. κατάλ. πουλο, ουδ. τής κατάλ. πουλος* (πρβλ. μελισσό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”